- μελιπαις
- μελίπαιςμελί-παις-παιδος (λῐ) adj. полный медоносного потомства, т.е. пчел
(σίμβλος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(σίμβλος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μελίπαις — μελίπαις, αιδος, ὁ (Α) φρ. «μελίπαις σίμβλος» η κυψέλη μαζί με τα μελιτοφόρα τέκνα της, δηλ. με τις μέλισσες («ἔρρ ἐπὶ σοὺς μελίπαιδας ὄποι ποτέ, δραπέτι, σίμβλους», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + παῖς (πρβλ. καλλί παις)] … Dictionary of Greek
μελίπαιδας — μελίπαις with its honey children fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek